- αλκαλικός
- -ή, -ό(χημ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αλκάλια: Στη χώρα μας υπάρχουν αλκαλικές πηγές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλκαλικός — ή βασικός, ή, ό Χημ. αυτός που αναφέρεται στα αλκάλια ή έχει ιδιότητες αλκαλίου ή καυστικού αλκαλίου π.χ. αλκαλικό διάλυμα είναι το υδατικό διάλυμα που έχει αλκαλική (βασική) αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + κατάλ. ικός* πρβλ. αγγλ. alkaline] … Dictionary of Greek
αλκαλικοποίηση — η Χημ. η με τατροπή μιας όξινης ή ουδέτερης ουσίας σε αλκαλική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός + ποίηση < ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. alkalization] … Dictionary of Greek
αλκαλικοποιητικός — ή, ό και αλκαλιοποιός, ό λέγεται για την ουσία που προκαλεί αλκαλικοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός* + ποιητικός < ποιώ, πρβλ. γαλλ. alcalifiant] … Dictionary of Greek
αλκαλικοποιώ — και αλκαλιοποιώ ( έω) προσδίδω σε κάποια ουσία αλκαλικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. alcaliniser] … Dictionary of Greek
αλκαλικότητα — ή βασικότητα, η Χημ. η χαρακτηριστική ιδιότητα μιας αλκαλικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkalinity] … Dictionary of Greek
αλκαλινουρία — η (Φυσιολ.) η αποβολή από τον οργανισμό ούρων με αλκαλική αντίδραση. Είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής αντίδρασης τού οργανισμού, για να αποκαταστήσει την οξεοβασική ισορροπία τού ορρού τού αίματος (π.χ. στην αναπνευστική αλκάλωση). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek